δεκάσπορος

δεκάσπορος
δεκάσπορος, -ον (Α)
φρ. «δεκάσπορος χρόνος» — η πάροδος δέκα περιόδων σποράς, περίοδος δέκα ετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκασπόρῳ — δεκάσπορος of ten seed times masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκασπόρωι — δεκασπόρῳ , δεκάσπορος of ten seed times masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”